πινούμαι

πινούμαι
-όομαι, Α [πίνος]
1. γίνομαι ή είμαι γεμάτος ακαθαρσία, πιναρός*
2. (για αγάλματα κυρίως χάλκινα) σκουριάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπινωμένος, -η, -ον
μτφ. αρχαιοπρεπής, απλός, απέριττος («ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπινωμένη σύνθεσις», Δίον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πίνωσις — ώσεως, ἡ, Α [πινούμαι] πιθ. ρύπανση …   Dictionary of Greek

  • πεπινωμένως — Α επίρρ. με αρχαιοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπινωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πινοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”