- πινούμαι
- -όομαι, Α [πίνος]1. γίνομαι ή είμαι γεμάτος ακαθαρσία, πιναρός*2. (για αγάλματα κυρίως χάλκινα) σκουριάζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπινωμένος, -η, -ονμτφ. αρχαιοπρεπής, απλός, απέριττος («ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπινωμένη σύνθεσις», Δίον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.